- συγκυριότητα
- ητο να είναι κάποιος κύριος ενός πράγματος μαζί με κάποιον άλλον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγκυριότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα τού συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον 2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό τής αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν … Dictionary of Greek
αδιαίρετος — η, ο (Α ἀδιαίρετος, ον) 1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος 2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο αδυναμία προς διαίρεση ή… … Dictionary of Greek
μοιραστικός — ή, ό, θηλ. και ιά [μοιράζω] 1. αυτός που ανήκει σε δύο ή περισσότερους και πρέπει να διανεμηθεί, να μοιραστεί 2. παροιμ. «το μοιραστικό γομάρι (ή κοπάδι) τό τρώει ο λύκος» η συγκυριότητα σε κάτι δεν εγγυάται προκοπή … Dictionary of Greek
οριζόντιος — α, ο [ορίζοντας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα 2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα 3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση» αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
συγκατοχή — η, Ν κατοχή ενός πράγματος μαζί με άλλον ή με άλλους, συγκυριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατοχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
συμπλοιοκτησία — η, Ν [συμπλοιοκτήτης] (ναυτ.δίκ.) μορφή από κοινού εκμετάλλευσης πλοίου, η οποία προϋποθέτει αφ ενός την εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα τού σκάφους και αφ ετέρου την πρόθεση κοινής εκμετάλλευσής του εκ μέρους τών συμπλοιοκτητών … Dictionary of Greek
συνιδιοκτήτης — ο, θηλ. συνιδιοκτήτρια, η, Ν αυτός που έχει τη συγκυριότητα ενός πράγματος, συγκύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
συνιδιοκτησία — η, Ν συγκυριότητα, το να είναι κανείς ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται απο το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek